- Διοσκορειον
- Διοσκόρειονион. и позднеатт. Διοσκούρειον τό Диоскурий, храм Диоскуров Thuc., Dem., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διοσκόρειον — και διοσκούρειον, το (Α) [διόσκουροι] 1. ναός τών Διοσκούρων 2. στον πληθ. Διοσκόρεια και Διοσκούρεια γιορτή τών Διοσκούρων … Dictionary of Greek
διοσκόρειον — temple of the Dioscuri neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοσκορείου — Διοσκόρειον temple of the Dioscuri neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)